κολοιος

κολοιος
    κολοιός
    ὅ
    1) галка
    

κ. ποτὴ или παρὰ κολοιόν погов. Arst. — свой к своему тянется (досл. галка к галке);

    κ. ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται погов. Luc. — галка рядится в чужие перья

    2) болтливый как галка, болтун Arph., Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "κολοιος" в других словарях:

  • κολοιός — jackdaw masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • Ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. — ἀεὶ κολοιὸς παρὰ κολοιόν. См. Масть к масти подбирается …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κολοιοῖς — κολοιός jackdaw masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιοί — κολοιός jackdaw masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιοῦ — κολοιός jackdaw masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιούς — κολοιός jackdaw masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιόν — κολοιός jackdaw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιώς — κολοιός jackdaw masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • καλοιακούδα — και καλιακούδα, η κοινή ονομασία τού πτηνού κολοιός, αλλ. κάργια ή κάργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλοιακας (< κόλοιακας < αρχ. κολοιός, αναλογικά προς το κόρακας) + κατάλ. ούδα (πρβλ. πεταλ ούδα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»